φαιόχρους

φαιόχρους
-ουν, Ν
φαιόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χρους (< χρώς, -τός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. λευκό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Όμηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πελλός — και πελός, ή, όν, αρσ. και πέλλος, Α 1. αυτός που έχει σκούρο χρώμα, φαιόχρους, σκουρόχρωμος 2. (στη Σικυώνα) κιρρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πελιδνός] …   Dictionary of Greek

  • μυιοθηρίδες ή μουσκικαπίδες — (muscicapidae). Οικογένεια στρουθιόμορφων πουλιών, που ζουν στην Ευρώπη αλλά πολύ αφθονότερα στις τροπικές περιοχές, στην Ασία και τη Μαλαισία. Έχουν μικρό μέγεθος, πλατύ ράμφος με μικρές γύρω τρίχες και τρέφονται με έντομα που τα πιάνουν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”